Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ράφοι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνεις τινές». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σκίραφοι — σκί̱ραφοι , σκίραφος dice box masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)